φεγγαρόφωτος

φεγγαρόφωτος
-η, -ο
1. φεγγαρόλουστος (βλ. λ.): Φεγγαρόφωτη βραδιά.
2. το ουδ. ως ουσ., φεγγαρόφωτο το σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγγαροφώτιστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + φωτίζω (πρβλ. ηλιο φώτιστος)] …   Dictionary of Greek

  • εγγαρόλουστος — η, ο, Ν φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + λούζω (πρβλ. ηλιό λουστος)] …   Dictionary of Greek

  • φεγγαροντυμένος — η, ο, Ν μτφ. φεγγαρόφωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ντυμένος] …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”